Sanan oksa käännös suomi-kreikka
- κλαρί
- βέργα
- κλαδίΈτσι όμως η Ευρώπη καταλήγει να κόβει το κλαδί στο οποίο κάθεται. Tällä tavoin Eurooppa vain sahaa oksaa poikki altaan. Στην αρένα της Μέσης Ανατολής, ένα νέο κλαδί ελιάς μόλις φυτεύτηκε. Lähi-idässä on nyt istutettu uusi oliivipuun oksa. Καθυστερώντας τις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία είναι σαν να πριονίζουμε το κλαδί επάνω στο οποίο καθόμαστε. Viivästyttäessämme Venäjän kanssa käytäviä neuvotteluja sahaamme omaa oksaamme.
- κλάδος
- κόμπος
- ρόζος