Sanan saccheggiare käännös italia-kreikka
- λεηλατώΤο εταιρικό δίκαιο πρέπει να ασχοληθεί με αυτό το θέμα, επειδή είμαι πεπεισμένος ότι δεν πρέπει να υπάρχει δυνατότητα οι επιχειρήσεις να λεηλατώνται. Il diritto societario deve affrontare questo aspetto perché non dobbiamo permettere di saccheggiare le nostre imprese. Τέλος, λεηλατώντας τις ελίτ του αναπτυσσόμενου κόσμου, θα αποτρέψετε την οικονομική ανάπτυξη αυτών των χωρών. Infine vorrei dirvi che andando a saccheggiare le élite dei paesi del terzo mondo, impedirete lo sviluppo economico di quei paesi.
- διαγουμίζω
- κουρσεύω
- λαφυραγωγώ
- καταληστεύω
- κλέβω
- ληστεύω
- πλιατσικολογώ