Sanan lupa käännös suomi-kreikka
- άδειαΤο αίτημα πρέπει να βασίζεται σε δικαστική άδεια. Tietopyynnölle on oltava oikeusviranomaisen lupa. Έχουμε την άδεια να λάβουμε "όλα τα αναγκαία μέτρα". Meillä on lupa ryhtyä kaikkiin tarvittaviin toimenpiteisiin.
- έγκριση
- εξουσιοδότηση