Sanan milost käännös tsekki-kreikka
- αμνηστεία
- έλεοςΟι ευρωπαίοι καταναλωτές φυσικού αερίου δεν μπορούν να εγκαταλειφθούν στο έλεος των μονοπωλίων. Nelze ponechat evropské spotřebitele plynu na milost a nemilost monopolů. Κ. Pannella, δε νομίζω ότι βρισκόμαστε ακριβώς στο έλεος των γεγονότων. Pane Pannello, nemyslím si, že bychom byli zcela vydáni na milost událostem. Οι απαχθέντες Εσθονοί εξακολουθούν, ωστόσο, να βρίσκονται στο έλεος των απαγωγέων τους. Unesení Estonci jsou nicméně stále vydáni na milost svým únoscům.
- χάρηΔεν κάνουμε χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους. Neprokazujeme tím těmto lidem milost.