Sanan elama käännös viro-kreikka
- ζωΕπιβιώνει, αλλά πρέπει να ζήσει με αυτό που της έχει συμβεί για την υπόλοιπη ζωή της. Ta jääb ellu, kuid peab elama sellega kogu ülejäänud elu. Είναι σκανδαλώδες ότι τα παιδιά απομένουν να ζουν τη ζωή τους μόνο τους. On häbiväärne, et lapsi üldse omaette elama jäetakse.
- μένω