Sanan εμπιστοσύνη käännös kreikka-portugali
- confiançaChama-se confiança - confiança no que ele diz. Λέγεται εμπιστοσύνη - εμπιστοσύνη στα λεγόμενά του. Só dessa forma poderemos restaurar a confiança, e a confiança é crucial. Με αυτόν τον τρόπο μόνο θα ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη και η εμπιστοσύνη είναι στοιχείο κλειδί. Na prática, trata-se de confiança. Στην πράξη, το θέμα έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη.
- confidência