Sanan συσκευή käännös kreikka-portugali
- aparelhoSe houver um excesso de publicidade, o telespectador desliga o aparelho. Εάν διαφημίζεις καθ' υπερβολή, οι άνθρωποι θα κλείσουν τη συσκευή.
- dispositivoO dispositivo foi novamente colocado no mercado em 2002 com um novo nome. " συσκευή διατέθηκε εκ νέου στην αγορά το 2002 υπό νέα επωνυμία.
- aparato