Sanan δύσκολος käännös kreikka-puola
- trudnyBył to wyjątkowo trudny budżet. Ήταν ένας ιδιαίτερα δύσκολος προϋπολογισμός. Dialog ten jest trudny, lecz jednocześnie jest koniecznością. Ο διάλογος αυτός είναι δύσκολος αλλά και αναγκαίος.
- ciężki
- nieprzyjemny