Sanan αμηχανία käännös kreikka-ranska
- ahurissement
- confusion
- embarrasAujourd'hui, l'embarras augmente. Σήμερα πια, η αμηχανία ολοένα και αυξάνει. Et pourtant, quel embarras dans les propos du Conseil et de la Commission ! Και παρ' όλα αυτά οποία αμηχανία στα λεγόμενα του Συμβουλίου και της Επιτροπής!
- perplexité