Sanan χρειάζομαι käännös kreikka-tsekki
- potřebovat
- potřebujiPotřebuji vaši konstruktivní pomoc. Χρειάζομαι την ιδιαίτερα εποικοδομητική βοήθειά σας. Potřebuji však ujištění, od pana komisaře. Ωστόσο, χρειάζομαι μια διαβεβαίωση από τον Επίτροπο. Vaši pomoc potřebuji i co se týče evropského rozpočtu. Σας χρειάζομαι και σε σχέση με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
- vyžadovat
- žádat