Sanan πιστός käännös kreikka-unkari
- hű
- hűséges
- hívó
- hu
- igaz
- lojálisDe lojális konzervatívként kénytelen voltam támogatni azt; követtem a frakcióvezetőt. Αλλά, ως πιστός Συντηρητικός έπρεπε να την υποστηρίξω· ακολούθησα τις οδηγίες του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας. Az USA-nak lojális, megbízható szövetségesként kellene fellépnie, tiszteletben tartva az EU jogát. Οι "νωμένες Πολιτείες οφείλουν να ενεργήσουν ως πιστός και αξιόπιστος σύμμαχος και να σεβαστούν το κοινοτικό δίκαιο. Erre tekintettel - lojális konzervatívként - követtem a frakcióvezető utasítását, és támogattam ezt az intézkedést. Συνεπώς από αυτή την άποψη, ως πιστός Συντηρητικός, ακολούθησα τις οδηγίες του αρχηγού της κοινοβουλευτικής ομάδας και υποστήριξα αυτό το μέτρο.