Sanan desordem käännös portugali-kreikka
- αναταραχή
- αταξίαΜία αταξία κοινωνική, μία αταξία πολιτική και επί θύραις βρίσκεται μία αταξία νομισματική. A desordem social e política é evidente e a desordem monetária está a bater à porta. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει μαφία, αταξία και χαοτικές τάσεις στην Ρωσσία. Sabemos que existe mafia, desordem e tendências caóticas na Rússia.
- ταραχή
- αναβρασμός
- οχλαγωγία
- σάλος
- σύγχυση
- της τρελής
- χαμός