Sanan strict käännös ranska-kreikka
- απαρέγκλιτος
- αυστηρόςΘέλω να είμαι εποικοδομητικά αυστηρός και αυστηρά εποικοδομητικός. Je veux être utilement strict et strictement utile. Ο έλεγχος των κονδυλίων πρέπει να είναι αυστηρός. Le contrôle des fonds doit être plus strict.