Sanan turva käännös suomi-kreikka
- ασφάλειαΗ ασφάλεια μπορεί να έρθει μόνο μετά από αυτό. Turva voi tulla ainoastaan sen jälkeen. Η ασφάλεια των επαγγελματικών συντάξεων κατέχει για εμάς δεσπόζουσα θέση. Työeläkkeiden turva on meille ensimmäisellä sijalla.
- καταφύγιο
- άσυλο
- προστασία
- υπόθαλψη
Esimerkit
- Piiloudutaan bunkkeriin; siellä olemme turvassa!