Sanan ripeä käännös suomi-kreikka
- γοργός
- γρήγοραΕπαρκή τεχνικά μέσα και μέσα υλικοτεχνικής υποστήριξης είναι απαραίτητα για να διεξάγονται οι εργασίες γρήγορα και αποτελεσματικά. Työn ripeä ja tehokas tekeminen edellyttää riittäviä teknisiä ja logistisia välineitä.
- γρήγορος
- ταχύς
Esimerkit
- Kaikki tapahtui ripeästi.