Sanan congregación käännös espanja-kreikka
- εκκλησίασμαΟ Αιδεσιμότατος Πατέρας τον σύστησε στο εκκλησίασμα. El reverendo padre lo presentó a la congregación. Στη συνέχεια όλο το εκκλησίασμα σηκώθηκε και αναφώνησε "Αμήν", κάτι που έκανε όλη την εκκλησία να αντηχήσει. Luego, toda la congregación se puso de pie y dijo "Amén", haciendo retumbar toda la iglesia.
- ενορία
- ποίμνιο