Sanan sen käännös suomi-kreikka
- δικά του
- δικές του
- δική του
- δικιά του
- δικό του
- δικοί του
- δικός του
- τοΠρέπει να εργαστούμε για να επιτύχουμε αυτό το στόχο. Meidän pitäisi työskennellä sen hyväksi. Το χρωστάμε στην Ευρώπη και στο μέλλον της! Olemme sen velkaa Euroopalle ja sen tulevaisuudelle. Πολωνία αναλαμβάνει ενέργειες αυτού του είδους. Puola on toteuttamassa sen suuntaisia toimia.
- τούτου