Sanan vorübergehend käännös saksa-kreikka
- παροδικός
- πρόσκαιρα
- πρόσκαιρος
- προσωρινάΈχουμε άρει το αδιέξοδο προσωρινά. Wir haben den toten Punkt vorübergehend überwunden. Τα μέτρα αυτά δεν είναι ούτε καινούργια ούτε και προσωρινά. Diese Maßnahmen sind weder neu noch vorübergehend. Ιταλία και το Λουξεμβούργο τις έχουν απαγορεύσει προσωρινά. Italien und Luxemburg haben sie vorübergehend verboten.