Sanan kürzlich käännös saksa-kreikka
- πρόσφαταΟ Τσέχος Πρωθυπουργός βρισκόταν πρόσφατα στην περιοχή. Der tschechische Ministerpräsident war erst kürzlich dort. Οι ευρωπαϊκές αποφάσεις που ελήφθησαν πρόσφατα διευκολύνουν την επίτευξη αυτού του στόχου. Durch die kürzlich getroffenen europäischen Entschließungen wird dies erleichtert.
- πρόσφατος
- προσφάτως
- τελευταία