Sanan disperazione käännös italia-kreikka
- απελπισίαΑυτό και μόνον αρκεί για να οδηγηθεί κανείς στην απελπισία. È già un sufficiente motivo di disperazione. Διαπίστωσα ιδίοις όμμασιν τη συντριβή, το φόβο και τη απελπισία που προκάλεσε η επίθεση. Συμμερίστηκα και ένοιωσα και εγώ αυτόν τον πόνο και την απελπισία. Ho potuto toccare con mano la devastazione, l' orrore e la disperazione causata dall' attacco, e ho provato e condiviso a mia volta quel dolore e quella disperazione.
- απόγνωσηΜέχρι στιγμής η απομόνωση έχει οδηγήσει μόνο στην απόγνωση. L'isolamento ha portato solo alla disperazione.