Sanan macellaio käännös italia-kreikka
- κρεοπώληςΈνας ήταν φύλακας ασφαλείας, ένας ήταν κρεοπώλης, ένας έμπορος και ο τελευταίος αξιωματούχος των δημόσιων δυνάμεων ασφαλείας. Una faceva la guardia giurata, una faceva il macellaio, un'altra il commerciante, un'altra l'agente di pubblica sicurezza.
- μακελάρης
- σφαγέας
- χασάπης