Sanan delinquência käännös portugali-kreikka
- εγκληματικότηταΗ διακίνηση ναρκωτικών ειδικά αυξάνει την ανασφάλεια και την καθημερινή εγκληματικότητα. Sobretudo o tráfico de droga alimenta nessas zonas a insegurança e a pequena delinquência. Το φρικτό ιστορικό ανομίας στη Ρωσία δεν είναι ζήτημα ιδιωτικής εγκληματικότητας. O terrível historial de ilegalidade na Rússia não é uma questão de delinquência privada. Αυτό αποτελεί μια επένδυση προτεραιότητας για την κοινωνία και θα μείωνε ουσιαστικά τα ποσοστά των παιδιών που εγκαταλείπουν το σχολείο και της εγκληματικότητας των νέων. Este é um investimento prioritário na sociedade, e reduziria substancialmente as taxas de abandono escolar e de delinquência juvenil.
- παράβαση
- παραβατικότηταΠαραβατικότητα ανηλίκων: ο ρόλος της γυναίκας, της οικογένειας και της κοινωνίας (ψηφοφορία) Delinquência juvenil - papel das mulheres, da família e da sociedade (votação)
- παράπτωμα