Sanan tydelig käännös tanska-kreikka
- καθαρά
- ξεκάθαραΥπάρχουν τρία πολύ ξεκάθαρα ερωτήματα. Der er tre meget tydelige spørgsmål.
- προφανής
- ρητός
- σαφήςΟ διάλογος πρέπει να είναι σαφής και ειλικρινής. Dialogen skal derfor være tydelig og åben. Ο κρίσιμος ρόλος αυτού του ταμείου είναι σαφής. Fondens afgørende rolle er derfor tydelig. Πιστεύω ότι η προφορική ερώτηση είναι πολύ σαφής. Jeg mener, at den mundtlige forespørgsel er ret tydelig.
- σαφώς