Sanan parcialmente käännös espanja-kreikka
- εν μέρειΜπορώ να δεχθώ εν μέρει την τροπολογία αριθ. 11. Puedo aceptar parcialmente la enmienda 11. Το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί εν μέρει με τη συγκριτική αξιολόγηση. El problema puede ser parcialmente resuelto por medio del uso de puntos de referencia. Η τροπολογία 2 γίνεται αποδεκτή καταρχήν και η 5 εν μέρει. La enmienda nº 2 la aceptamos en principio y la nº 5 parcialmente.
- μερικώς